προσανατρίβω

προσανατρίβω
Α
1. τρίβω κάτι με κάτι άλλο ή πάνω σε κάτι άλλο
2. τρίβω κάτι επί πλέον
3. κάνω επιπρόσθετες εντριβές
4. μέσ. προσανατρίβομαι
α) εξασκούμαι επί πλέον σε κάτι
β) μτφ. οξύνω τη σκέψη μου συζητώντας με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ἀνατρίβω «τρίβω ελαφρά, μαλάσσω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • προσανατρίβω — προσανατρί̱βω , προσανατρίβομαι pres subj act 1st sg προσανατρί̱βω , προσανατρίβομαι pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρίβω — ΝΜΑ 1. σύρω επανειλημμένως ένα σώμα πάνω σε άλλο συμπιέζοντάς το στο σημείο επαφής τους ή ξύνω κάτι μετακινώντας με πίεση άλλο σώμα πάνω σε αυτό (α. «τρίψε καλά τα μάρμαρα» β. «τρίβω το ξύλο με το γυαλόχαρτο» γ. «τρίβω τα μαχαιροπήρουνα» δ. «τὸν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”