- προσανατρίβω
- Α1. τρίβω κάτι με κάτι άλλο ή πάνω σε κάτι άλλο2. τρίβω κάτι επί πλέον3. κάνω επιπρόσθετες εντριβές4. μέσ. προσανατρίβομαια) εξασκούμαι επί πλέον σε κάτιβ) μτφ. οξύνω τη σκέψη μου συζητώντας με κάποιον.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ἀνατρίβω «τρίβω ελαφρά, μαλάσσω»].
Dictionary of Greek. 2013.